- τριγωνομέτρης
- ο, Ν1. γεωδαίτης που εκτελεί τριγωνισμούς2. τοπομετρογραφος που εκτελεί τοπικούς ή γραφικούς τριγωνισμούς3. όργανο που προορίζεται για την επίλυση προβλημάτων σχετικών με τα τρίγωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνο + -μέτρης (< μέτρο*), πρβλ. γεω-μέτρης].
Dictionary of Greek. 2013.