τριγωνομέτρης

τριγωνομέτρης
ο, Ν
1. γεωδαίτης που εκτελεί τριγωνισμούς
2. τοπομετρογραφος που εκτελεί τοπικούς ή γραφικούς τριγωνισμούς
3. όργανο που προορίζεται για την επίλυση προβλημάτων σχετικών με τα τρίγωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνο + -μέτρης (< μέτρο*), πρβλ. γεω-μέτρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τριγωνιστής — ο, Ν [τριγωνίζω] τριγωνομέτρης …   Dictionary of Greek

  • τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… …   Dictionary of Greek

  • τριγωνομετρώ — έω, Ν καταμετρώ με τριγωνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριγωνομέτρης. Το ρ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”